μανιχαϊκός

μανιχαϊκός
μανιχαϊκός, -ή, -όν (AM) [Μανιχαίος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Μανιχαίους ή στον Μανιχαϊσμό.
επίρρ...
μανιχαϊκῶς (AM)
κατά τον τρόπο ή τις δοξασίες τών Μανιχαίων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”